- ἐρείδεται
- ἐρείδωcause to leanpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ORIGUM vel ORICUS — ORIGUM, vel ORICUS ORCO hodie, teste Nigrô, oppid. Epiri maritimum, inter Acroceraunia ad Austrum, et Aulonem urbem Macedoniae ad Boream, a Brundusio 58. mill. pass. quotab Iapygio promontor. Salentinorum. Dionys. v. 399. Ω᾿ρικίην θ᾿ ὑπὲρ αἶαν,… … Hofmann J. Lexicon universale
ανεπέρειστος — ἀνεπέρειστος, ον (Α) [επερείδομαι] αυτός που δεν ερείδεται πάνω σε κάτι, αστήριχτος, αβάσιμος (για επιχειρήματα, τεκμήρια, αιτιολογίες) … Dictionary of Greek
πυθμένας — ο / πυθμήν, ένος, ΝΜΑ 1. το κατώτατο μέρος οποιουδήποτε κοίλου πράγματος (α. «πυθμένας ποτηριού» β. «δύο δ ὑπὸ πυθμένες ἦσαν», Ομ. Ιλ.) 2. βυθός θάλασσας, ποταμού ή λίμνης, πάτος («εἰς τὸν πυθμένα τοῡ πελάγους καταποντισθείς», Μηναί.) αρχ. 1. η… … Dictionary of Greek